-
1 αξίας
ἀξίᾱς, ἄξιοςcounterbalancing: fem acc plἀξίᾱς, ἄξιοςcounterbalancing: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀξίᾱς, ἀξίαworth: fem acc plἀξίᾱς, ἀξίαworth: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀ̱ξίᾱς, ἀξιάωHoffmann Inscr.imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀξίᾱς, ἀξιάωHoffmann Inscr.imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
2 ἀξίας
ἀξίᾱς, ἄξιοςcounterbalancing: fem acc plἀξίᾱς, ἄξιοςcounterbalancing: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀξίᾱς, ἀξίαworth: fem acc plἀξίᾱς, ἀξίαworth: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀ̱ξίᾱς, ἀξιάωHoffmann Inscr.imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀξίᾱς, ἀξιάωHoffmann Inscr.imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
3 ὠτο-κατ-αξίας
ὠτο-κατ-αξίας, ὁ, = Folgdm, Poll. 4, 144.
-
4 υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας
serveis de valor afegitGriechisch-Katalanisch Wörterbuch > υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας
-
5 ἀξία
ἀξία (s. ἄξιος), ἡ, Werth, Preis einer Sache, φορτίων Her. 4, 196; διπλασίαν τῆς ἀξίας τοῦ δούλου κομιζέσϑω Plat. Legg. XI, 936 d; ἔλαττον τῆς ἀξίας, unter dem Preise, Xen. Mem. 1, 6, 11 u. öfter; dah. Census, Pol. 2, 62. Uebh. das Jedem Gebührende, ὑποτελεῖν τὴν ἀξίην βασιλέϊ Her. 4, 201; von verdientem Lobe, τῆς ἀξίας τιμήσομαι Plat. Apol. 36 b; τὴν ἀξίαν κομίζεσϑαι Rep. X, 615 c; von verdienter Strafe, τὴν ἀξίην λαβεῖν Her. 7, 39; προςάπτειν ἑκἀστῳ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἀξίαν Plat. Legg. IX, 876 d; so τὴν ἀξίαν ἀποτίνειν, ὑπέχειν, Luc. Am üblichstensind die Vrbdgn κατ' ἀξίαν, nach Gebühr, nach Würdigkeit, Plat. u. Andere; μὴ κατ' ἀξίαν τῆς οὐσίας ὠφελεῖν τοὺς φίλους Xen. Cyr. 8, 4, 32, nicht in einer dem Vermögen angemessenen Weise; πρὸς τὴν ἀξίαν ib. 8, 4, 29; παρὰ τὴν ἀξίαν, ohne Verdienst, ohne Verschulden, Thuc. 7, 77; εὖ πράττειν Dem. 1, 23; δεδουλωμένοι 2, 28; ὑπὲρ τὴν ἀξίαν τὴν ἑαυτοῦ πεποίηκε 2, 3, wie Eur. Herc. fur. 146. – Würde, auch äußere, wie ἀξίωμα, ἐπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας Pol. 39, 2; οἱ ἐπ' ἀξίας, die Würdenträger, Luc. Nigr. 24. – Bei den Stoikern das Sittlichgute, honestum. – Bei Sp. auch Verlangen, Wille, wie ἀξίωσις, κατὰ τὴν ἰδίαν ἀξίαν Diod. S. 14, 10.
-
6 αξια
ион. ἀξίη ἥ1) цена, стоимость(φορτίων Her.; ἥ ἀ. νομίσματι μετρεῖται Arst.)
ἔλαττον τῆς ἀξίας Xen. — ниже (настоящей) цены2) ценность, достоинствоκατὰ (τέν) ἀξίαν Eur., Thuc., Xen., Plat., Arst. — по достоинству, по заслугам;
παρὰ τέν ἀξίαν Thuc. и ὑπὲρ τέν ἀξίαν Eur., Dem. — не по заслугам, незаслуженно;τῆς ἀξίας τιμᾶσθαι Plat. — воздавать по заслугам3) вознаграждение, возмещение, плата(τῆς βλάβης Plat.)
4) звание, (общественное) положение(κατὰ δουλικέν ἀξίαν Diod.)
ἥ τῆς ἀρχῆς ἀ. Plat. — государственный пост;οἱ ἐπ΄ ἀξίας Luc. — высокопоставленные лица;ἐκπορεύεσθαι μετὰ μεγάλης ἀξίας Polyb. — совершать пышное шествие5) оценка, мнение(κατὰ τέν ἰδίαν ἀξίαν Diod.)
-
7 αξία
η1) эк стоимость;ανταλλακτική αξία — меновая стоимость;
αξία χρήσης — потребительная стоимость;
ονομαστική αξία — номинальная стоимость;
ο νόμος της αξίας — закон стоимости;
2) цена, стоимость;αξία της οικίας — стоимость дома;
αγοράζω σπίτι αξίας εκατό χιλιάδων — купить дом стоимостью в сто тысяч;
δείγμα άνευ αξίας — бесплатный образец;
3) ценность, достоинство; значение, важность;η αξία της ανακάλυψης — ценность, значение открытия;
αξίατου βιβλίου — достоинство книги;
4) заслуга;μετάλλιρν στρατιωτικής αξίας — медаль за военные заслуги;
5) πλ. ценности, ценные бумаги;κινητές αξίες ценные бумаги; χρηματιστήριο[ν] αξιών биржа;§ κατ' αξίαν — заслуженно, по заслугам; — по достоинству;
παρ' αξίαν — незаслуженно, не по заслугам, не по достоинству
-
8 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
9 малоценный
малоценныйприл μικρής ἀξίας, ἀνευ ἀξίας. -
10 малоценный
επ., βρ: -ценен, -ценна, -ценноμικρής αξίας•-ая вещь πράγμα μικρής αξίας.
|| μτφ. ασήμαντος•-ые сведения ασήμαντες πληροφορίες.
-
11 неполноценный
επ., βρ: -ценен, -ценна, -оμη πλήρους αξίας, κατώτερος της ονομαστικής του αξίας• υποδεέστερος, κατώτερος, ελαττωματικός, ατελ.ής•-ые продукты κατώτερα προι-όντα.
-
12 пятитысячный
(αριθμητικό τακτικό) πεντε-χιλιοστός. || πέντε χιλιάδων•-ая толпа πλήθος πέντε χιλιάδων.
|| αξίας πέντε χιλιάδων•пятитысячный дом σπίτι αξίας πέντε χιλιάδων.
-
13 трёхрублёвый
επ.αξίας τριών ρουβλιών•-ая бумага χαρτονόμισμα τριών ρουβλιών•
трёхрублёвый журнал περιοδικό αξίας τριών ρουβλιών.
-
14 ἀξία
A worth, value,τῶν φορτίων Hdt.4.196
;τοῦ τιμήματος τῆς ἀξίας E.Hipp. 623
;ἡ ἀ. τοῦ δούλου Pl.Lg. 936d
; then, simply, money-value, price, amount,κατ' ἀξίην ἑκάστου ἀδικήματος ἐδικαίευ Hdt.1.100
;ὑποτελέειν ἀξίην βασιλέϊ Id.4.201
; τῆς ἀ. τιμᾶσθαι estimate the penalty at the real amount, Pl.Ap. 36b, cf. e; ; προσάπτειν ἑκάστῳ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἀ. τοῦ πάθους ib. 876d;μὴ κατ' ἀξίαν τῆς οὐσίας X. Cyr.8.4.32
;σκοποῦμαι.. εἰ ἄρα ὥσπερ τῶν οἰκετῶν, οὕτω καὶ τῶν φίλων εἰσὶν ἀξίαι Id.Mem.2.5.2
; κατὰ τὴν τῆς ὀλιγωρίας ἀ. according to the amount of his neglect, Decr. ap. D.18.74; ἡ κατ' ἀ. ἰσότης proportionate equality, Arist.Pol. 1302a8; τὸ κατ' ἀ. ἴσον ib. 1301b30;παρὰ τὴν ἀ. Id.EN 1122b29
,al.2 of persons, reputation, dignity, Th.6.68, D.13.18, cf. 18.63;ἡ τῆς ἀρχῆς ἀ. Pl.Lg. 945b
; ἡ τῆς ἀ. τιμή ib. 744b; οἱ ἐπ' ἀξίας persons of dignity, official personages, Luc.Nigr.24; ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀ. with great dignity, pomp, Plb.38.8.6;κατὰ δουλικὴν ἀξίαν κοσμεῖσθαι D.S.5.40
.3 generally, a man's due, merit, deserts,τὴν μὲν ἀ. οὐ λάμψεαι, ἐλάσσω δὲ τῆς ἀξίης Hdt.7.39
;εἰ τῆς ἀ. ἐτύγχανες Ar.Av. 1223
; κατ' ἀξίαν according to desert or merit, duly, E.Hec. 374, Pl.R. 496a, cf. Phd. 113e, al.; ὑπὲρ τὴν ἀ. beyond desert, undeservedly, E.HF 146, D.2.3; παρὰ τὴν ἀ., οὐ κατ' ἀ., Th.7.77, cf. D.1.23.b penaliy, τὴν ἀ. ἀποτίνειν, ὑπέχειν, Luc. DMort.30.1, Pisc.8.4 moral value, Stoic.3.30: pl., Cleanth.ib. 1.129.II estimate of a thing's worth, opinion,κατὰ τὴν ἰδίαν ἀ. D.S.14.10
, cf. 107; esp. estimate of the moral value of actions,αἱ τῶν ἐκτὸς ἀξίαι Arr.Epict.1.2.7
, cf. 1.25.17. -
15 προς-οφείλω
προς-οφείλω (s. ὀφείλω), noch dazu schuldig sein, zu entrichten haben; πρὸς τρισὶν ἰαμβείοισι προςοφείλων φανεῖ, Ar. Ran. 1133; τὸν προςοφειλόμενον φόρον μετίει, Her. 6, 59, den noch fälligen Tribut; διςχίλια γὰρ τάλαντα ἤδη ἀναλωκέναι καὶ ἔτι πολλὰ προςοφείλειν, Thuc. 7, 48; τὸν προςοφειλόμενον μισϑόν, 8, 45; öfter bei Sp., wie Pol. 1, 66, 3. 8, 25, 4; noch dazu Schulden machen, Xen. Oec. 20, 1; übtr. noch dazu verpflichtet, verbunden sein, ἡ ἔχϑρη ἡ προςοφειλομένη ἐς Ἀϑηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων, Her. 5, 82, die er 81 ἡ παλαιὴ ἔχϑρη nennt, die Feindschaft, zu der die Aegineten gegen die Athener verpflichtet waren, v. l. προοφειλομένη, s. oben; – προςοφείλειν γέ-λωτα, noch dazu Gelächter verschulden, verdienen, daß man ausgelacht werde, Dem. 27, 38; χάριν, Pol. 5, 88, 4, der auch 39, 2, 6 sagt ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας, ὥςτε τοὺς ἐν ταῖς τραγῳδίαις τυράννους πολύ τι προςοφείλειν, sie verschuldeten noch Viel, d. i. blieben hinter ihm zurück.
-
16 ταφή
ταφή, ἡ, Leichenbestattung, Begräbniß, Grab; ἕξουσι δ' ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χϑονός, Aesch. Spt. 800; Her. 1, 24. 112 u. sonst, wie ταφῆς ἀξίας μετέχουσι Plat. Rep. V, 466 e; ταφὰς ποιεῖν, Menex. 234 b; auch im plur. von einer Bestattung, Her. 5, 63; Soph. Ai. 1090. 1109; ταφὰς ποιεῖσϑαι, Thuc. 2, 34; τὴν ταφὴν τοῠ πατρὸς οὐκ ἀπέλαβε, er erhielt kein Geld dafür, Dem. 25, 58.
-
17 τίμημα
τίμημα, τό, das durch Schätzung Bestimmte, der Werth einer Sache; auch Ehre, τύμβου, Aesch. Ch. 504; Eur. Hipp. 622; Sp., τῆς ἀξίας, Pol. 2, 62, 7. – Bes. die durch Schätzung bestimmte, zuerkannte Strafe, vorzugsweise Geldstrafe, τῆς δίκης, litis aestimatio, Ar. Vesp. 897; τίμ ημα ἐπιγράφειν τῇ δίκῃ, Plut. 480; τίμημα δὲ ὅ τι χρὴ πάσχειν ἢ ἀποτίνειν, Plat. Legg. XII, 941 a; τιμάτω τὸ δικαστήριον τίμημα, X, 907 e, u. öfter; Dem. 29, 2 u. öfter; τῆς ἀδικίας, Pol. 6, 14, 6; auch von Todesstrafe, Din. 1, 60. – Die Schätzung eines Bürgers nach seinem Vermögen, der Census, und die darnach bestimmte Klasse; οἱ τὰ μέγιστα τιμήματα κεκτημένοι, Dem. 27, 7; τὸ τίμημα τὸ ἐπιγεγραμμένον τοῖς χρήμασιν, Lys. 17, 7. 19, 48; ὁ μεγίστου τιμήματος ὤν, Plat. Legg. IX, 880 d, wie ὁ μέγιστον τίμημα ἔχων, VI, 754 d; ἡ ἀπὸ τιμημάτων πολιτεία, Rep. VIII, 550 c, die auf dem Census beruhende Staatsverfassung; ἐκ τιμημάτων ἔχουσα τοὺς ἄρχοντας, 553 a.
-
18 χάρις
χάρις, ἡ, gen. χάριτος, acc. χάριν, bei sp. D. auch χάριτα, Mel. 85 u. Philp. Thess. 65. 73 (V, 149. IX, 254. 438), wie Her. 6, 41; vgl. χαίρω, eigtl. Alles, worüber man sich freu't, bes. – Anmuth, Liebreiz, Liebenswürdigkeit, liebliches, einnehmendes Wesen; zunächst – 1) von körperlicher Schönheit; Hom. ϑεσπεσίην δ' ἄρα τῷ γε χάριν κατέχευεν Ἀϑήνη, Od. 2, 12, u. sonst; κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων Od. 6, 237; χάριν ἀμφιχέαι τινί Hes. O. 65; – auch von anmuthiger Redegabe, οὔ οἱ χάρις ἀμφιπεριστέφεται ἐπέεσσιν Od. 8, 175; und von schöner, kunstvoller Arbeit, χάρις δ' ἀπελάμπετο πολλή Il. 14, 183 Od. 18, 298; ἔργοισι χάριν καὶ κῦδος ὀπάζειν 15, 320; εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχϑεται χάρις ἀνδρί Aesch. Ag. 406; einzeln auch bei Folgdn; μετὰ χαρίτων, mit Anmuth, Thuc. 2, 41. – Vgl. nom. pr. – 2) von der Gesinnung, Wohlwollen, Geneigtheit, Gunst, Huld; τινός, gegen Einen, Hes. O. 192; χάριν ἔχειν, in Gunst stehen, beliebt, angenehm sein; δι-πλῆν μὲν ἐξ ἐμοῦ κτήσει χάριν Soph. Phil. 1356; ἔγνωκα γὰρ τῆς παλαιᾶς χάριτος ἐκβεβλημένη Ai. 795; – bes. Erkenntlichkeit und Verpflichtung für genossenes Gutes, Dank; πᾶσι δέ κε Τρώεσσι χάριν καὶ κῦδος ἄροιο Il. 4, 95, Dank u. Ruhm von den Troern erndten; οὐδέ τίς ἐστι χάρις μετόπισϑ' εὐεργέων Od. 4, 695. 22, 319, Hes. Th. 503, Dank für Wohlthaten; seltner c. inf., οὐκ ἄρα τις χάρις ἦεν μάρνασϑαι δηΐοισιν ἐπ' ἀνδράσι Il. 9, 316. 17, 147, Dank dafür, daß Einer kämpft; ἄγει δὲ χάρις φίλων ποίνιμος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα Pind. P. 2, 17; δοῦναι χάριν ἀντί τινος, seinen Dank wofür durch die That bezeigen, sich dankbar bezeigen, Il. 23, 650; u. so bei den Att. gew. χάριν ἀποδοῦναι, χάριτας ἀποδ., Is. 7, 10; ἀπονἔμειν, ἐκτίνειν, Aesch. Prom. 987 Ag. 795; ἄχαριν χάριν ἀντ' ἔργων μεγάλων ἀδίκως ἐπικρᾶναι Ag. 1524; ταῖς δ' ὑπουργῆσαι χάριν Prom. 638; ἡμῖν αὖ δὸς ἥντιν' αἰτούμεσϑα 823; χάριν ἀμεί. βειν τινός, Dank wofür abstatten, Ag. 711; χἠ χάρις προςκείσεται Soph. O. R. 232; χάριτας πα-τρῴας ἐκτίνων Eur. Or. 453; διπλῆ ἂν εἴη ἡ χάρις Plat. Prot. 310 a; χάριν διδόναι Legg. III, 702 a; ἀποδιδόναι Phaedr. 231 b, u. öfter, wie Xen. An. 1, 4,15 Cyr. 1, 2, 7 u. sonst. – Dagegen ἐγὼ δέ κέ τοι ἰδέω χάριν ἤματα πάντα, ich würde es dir Dank wissen immerdar, Il. 14, 235, wie χάριν ἀπομνήσασϑαί τινι Hes. Th. 503. In Prosa gew. χάριν εἰδέναι, γιγνώσκειν, ἐπίστασϑαί τινι, Einem Dank wissen, Plat. Prot. 310 a Apol. 20 a Xen. Cyr. 1, 3,14 u. öfter; χάριν προςείσομαι Ar. Vesp. 1420, wie Plat. Apol. 20 a; χάριν φέρειν τινί, Dank gegen Einen im Herzen tragen, Pind. OI. 11, 17; Eur. Or. 239 Med. 508; ἔχειν Plat. Prot. 328 d Gorg. 479 c; χάριν ὁμολογεῖν, seinen Dank bekennen, Dank sagen, χάριν ὀφεῖλαι, Dank schuldig sein, τοῖς ϑεοῖς Soph. Aut. 331; Plat. u. A.; χάριν καταϑέσϑαι τινί, sich bei Einem Dank verdienen, Her. 6, 41; vgl. Xen. Cyr. 8, 3,26; χάριν νικῶντι καταϑέμεν Pind. N. 7, 75; einfach ϑέσϑαι χάριν τινί Aesch. Prom. 784, wie Eur. Hec. 1211 Bacch. 770 El. 61; ἀνύσαι Soph. Trach. 991; παρέχειν O. C. 1494; χάριν ἀπαιτεῖν Eur. Hec. 276; χάριν λαμβάνειν, Dank empfangen, erndten, χάριν ἀπέχειν, auch κομίσασϑαι, seinen Dank weg haben, Dank geerndtet haben, Thuc. 3, 58; χάριτας ἀπολήψονται παρὰ τῶν δημοτῶν ἀξίας Inscr. 100; – χάρις τοῖς ϑεοῖς, ὅτι Xen. An. 3, 3,14. – 3) die Handlung der Gunst oder des Wohlwollens, Gunstbezeugung, Gefälligkeit, Wohlthat, übh. was Einem angenehm, erwünscht ist; χάριν φέρειν τινί, wie ἦρα u. ἐπίηρα φέρειν τινί, Einem etwas Angenehmes erzeigen, Il. 5, 211. 874. 9, 613. 21, 458; Ἀϑηναίων χάρις Pind. P. 1, 76; χάριν Διός, durch Zeus' Gnade und Gunst, 3, 95; προπράσσων χάριτος ὀργὰς λυπράς Aesch. Ch. 822; χάρις τιμήσεται Διὸς τόδ' ἐκπράξασα Ag. 567; u. so oft bei Her.; – χάριν δοῦναι, νέμειν, δρᾶσαι, eine Gnade, Gunst, Wohlthat erweisen, Soph. Ai. 1333 Ar. Av. 384 Thuc. 2, 40, Plut. Thes. 34; προςϑέσϑαι χάριν Soph. O. C 771; χάριν τίϑεσϑαί τινι = χαρίζεσϑαι, Lycurg. 148; τῶν Μεσσηνίων χάριτι πεισϑείς, aus Gefälligkeit gegen die Messenier, Thuc. 3, 95, wie χάριτι πείϑοντες ἢ μισϑῷ τοὺς κυρίους Plut. Lyc. 15; μὴ ἡμῶν τήν γε πρώτην αἰτησάντων χάριν ἀπαρνηϑεὶς γένῃ Plat. Soph. 217 c; ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ λαμβάνειν Pol. 1, 31, 6. – Bes. auch der Liebesgenuß, χάριν μνηστῆς ἰδεῖν, die Liebesgunst der Vermählten erfahren, kennen lernen, Il. 11, 243; u. so auch bei den Att., bes. im plur., z. B. Xen. Hier. 1, 34. 7, 6; χάριτας πράττειν, des Liebesgenusses pflegen, διὰ χαρίτων τῇ ὥρᾳ χρῆσϑαι, durch Liebesfreuden der Jugend genießen, Xen. Lac. 2, 12; auch χάριτες ἀφροδισίων ἐρώτων, Pind.; vgl. Plut. amat. p. 751, der aus Pind. P. 2, 43 anführt Κένταυρον ἄνευ χαρίτων ἐκ τῆς Ἥρας γενέσϑαι; so Plat. Phaedr. 254 a Legg. VIII, 840 d, χάριν ἔχειν τινί, sich Einem zum Liebesgenuß hingeben. – Uebh. 4) Genuß, Freude, Vergnügen, Wonne; so Pind. oft von der Siegesfreude; daher als Gegensatz von λύπη, Soph. El. 811; Eur. Hel. 661; οὐδεμίαν τῷ βίῳ χάριν ἔχω, ich habe keine Freude am Leben, Ar. Lys. 865; οὐδεμίαν σιτίοις χάριν οἶδ' ἐσϑίων Vesp. 869; u. in Prosa, χάριτός τινος καὶ ἡδονῆς ἀπεργασίας Plat. Gorg. 462 c, διὰ χάριτος καὶ παντάπασι δι' ἡδονῆς Soph. 222 e. – Verehrung, Huldigung, δαιμόνων δέ που χάρις, βιαίως σέλμα σεμνὸν ἡμένων Aesch. Ag. 175, vgl. 362. 761 Spt. 685; τιμή τε καὶ γέρα καὶ χάρις Plat. Euthyphr. 15 a. – 5) Absolut wird der acc. χάριν gebraucht, τινός, zu Jemandes Gunsten oder Vortheil, Einem zu Gefallen, χάριν Ἕκτορος, zu Hektors Gunsten, Il. 15, 744; ψεύδεσϑαι γλώσσης χάριν, lügen zu Gunsten der Zunge, ihr freien Spielraum gebend, Hes. O. 711; auch mit dem Artikel, τὴν Ἀϑηναίων χάριν, zu Gunsten der Athener, Her. 5, 99. – Bei den Att. nimmt es dann den Charakter einer Präposition mit dem gen. in der Bdtg um – willen, wegen, = ἕνεκα an u. steht dem gen. gewöhnlich nach, τοῦ χάριν, weswegen? Ar. Plut. 53; χάριν πλησμονῆς Plat. Phaedr. 241 c; οὗ χάριν εἴρηται Theaet. 208 d; συγχωρῶ τοῦ λόγου χάριν Rep. III, 475 a; Xen. u. Folgde; χάριν τῶν συγγεγραφότων Pol. 1, 64, 3; ἐμὴν χάριν, σὴν χάριν, wie mea, tua gratia, mir, dir zu Gefallen, meinetwegen, deinetwegen, Aesch. Pers. 1083; τὰν ἐμὰν χάριν Eum. 899; τὴν σὴν χάριν Soph. Ai. 1399, vgl. Ai. 176 Trach. 485; συγχωρητέον χάριν σήν Plat. Phaedr. 234 e; Soph. 242 b. – Pleonastisch steht τίνος χάριν ἕνεκα Legg. III, 701 d; vgl. Herm. de pleon. p. 202; Jac. Ach. Tat. p. 832. – Ἐν χάριτι, τινός u. τινί, zu Gunsten Jemandes, ἐν χάριτι κρίνειν τινά, aus Gunst, Vorliebe für Einen entscheiden, aus Parteilichkeit ihm den Sieg zuerkennen, Theocr. 5, 69; auch ποιῆσαί τινί τι ἐν χάριτι, Einem Etwas zu Gefallen od. zu Dank thun, ὅ τι ἄν σοι ποιοῦντες ἡμεῖς ἐν χάριτι μάλιστα ποιοῖμεν Plat. Phaedr. 115 b; – πρὸς χάριν, τινός, Jem. zu Gunst, zu Liebe, Pind. Ol. 8, 8, Soph. O. C. 1773; πρὸς χάριν διαλέγεσϑαι, oder ὁμιλεῖν τινι, Einem zu Gefallen, nach dem Munde reden, ihm Schmeicheleien sagen, ἢν τοῖσι πολλοῖς πρὸς χάριν λέγητέ τι Eur. Hec. 257; πρὸς χάριν λέγων Plat. Gorg. 521 d; πρὸς χάριν τινὸς πολιτεύεσϑαι Plut.; πρὸς χάριν ἀκούειν, Schmeicheleien hören, Pol. 2, 5; so οὐδὲν εἰς χάριν πράσσων Soph. O. R. 1353; ἐς σὴν χάριν Longin. subl. 1; – πρὸς χάριν μὲν οὐκ ἐρεῖς, κλάων δ' ἐρεῖς, mit Gutem, Soph. O. R. 1152, vgl. frg. 26; auch χάριτος ἕνεκα, Xen. Cyr. 4, 2,11; – auch πρὸς χάριν τινός = um Genuß od. Vergnügen wovon zu haben, πρὸς χάριν βορᾶς, πρὸς χάριν σαρκός, Soph. Ant. 30 Phil. 1141; u. fast ganz wie das einfache χάριν, um einer Sache willen, μὴ πρὸς ἰσχύος χάριν Eur. Med. 538; πρὸς χάριν ἢ ἀπέχϑειαν Luc. hist. conscr. 47; – διὰ χαρίτων εἶναι, γίγνεσϑαί τινι, mit Einem in wechselseitigem freundschaftlichem Verhältnisse stehen, wohlwollend od. liebreich gegen einander gesinnt sein, Xen. Hier. 9, 1. 2, der πρὸς ἔχϑραν ἄγειν u. δι' ἀπεχϑείας γίγνεσϑαι entggstzt; – μετὰ χάριτος, mit Gunst, καὶ ἐϑελοντὶ παραδόντες τὴν πόλιν Pol. 2, 22, 5 u. öfter. – Vgl. übrigens nom. pr. – [Hom. braucht im accus. χάριν die letzte Sylbe in der Vershebung zuweilen lang, wie Il. 5, 874. 11, 293.]
-
19 εὑρίσκω
εὑρίσκω, fut. εὑρήσω, u. εὑρῶ, Polem. 2, 40 u. VLL.; aor. εὗρον (εὑρέ, εὑρεῖν, bei Sp. auch εὕρησα, Man. 5, 137; Nonn.), perf. εὕρηκα, εὕρημαι, aor. p. εὑρέϑην, fut. p. εὑρεϑήσομαι, z. B. Soph. O. R. 108; dafür auch εὑρήσομαι, Xen. An. 5, 8, 22, durch Suid. vertheidigt; εὑρητέος, Ar. Nub. 717; εὑρετέος, Thuc. 3, 45, wie εὑρετός, Xen. Mem. 4, 7, 6; aor. med. εὑρόμην, bei Sp. auch εὑράμην, Ep. ad. 208 ( App. 274); ηὕραο Antiphil. 24 (IX, 29); εὑράμενος Ep. Hebr. 9, 12; vgl. Lob. zu Phryn. p. 139 ff., wo er auch die Seltenheit des Augments nachweis't; – finden, – a) zufällig finden, antreffen, von Personen u. Sachen; εὗρεν δ' εὐρύοπα Κρονίωνα ἄτερ ἥμενον ἄλλων Il. 1, 498, öfter; μὴ ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ, daß er nicht in ein selbstverschuldetes Unglück gerathe, Od. 24, 462, wie im med., κακὸν εὕρετο, er fand sich, zog sich ein Unglück unversehens zu, 21, 304 (vgl. αὐτὸς εὑρόμην πόνους Aesch. Prom. 267, μελέους ϑανάτους Spt. 861, s. unten); εὑρὼν ἐν Κιϑαιρῶνος πτυχαῖς Soph. O. R. 1026; εὕρημα οὐκ οἶσϑ' οἷον εὕρηκας τόδε Eur. Med. 716, u. sonst bei Dichtern u. in Prosa. – Mit doppeltem accus., τοὺς ϑεοὺς κακούς Soph. Phil. 452; bes. pass., ge-, erfunden werden, ἢν εὑρεϑῇς ἐς τήνδε μὴ δίκαιος ὤν Tr. 410, vgl. Ai. 750. 1114; ἀδικοῠσα εὑρέϑη Eur. Hec. 270, u. A., bes. bei Sp. oft Umschreibung für εἶναι; – im act. so, in Erfahrung bringen, auch = begreifen, einsehen, übergehend in die Bdtg – b) finden, was man sucht, ausfindigmachen, bes. auch geistig, ersinnen, entdecken, οὐδέ τι μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσϑα Od. 12, 392; eben so τέκμωρ, einen Ausweg auffinden, 4, 374; ὁδόν u. ä., Pind. u. die Tragg., wie ἐξ ἀμηχάνων πόρους Aesch. Prom. 59; λινόπτερ' εὗρε ναυτίλων ὀχήματα 466; μηχανὴν σωτηρίας Spt. 191; πόϑεν δ' ἂν εὕροις τῶν ἐμῶν σὺ πημάτων ἄρηξιν Soph. El. 863; τὰ κακῶς εὑρημέν' ἔργα O. C. 1190; εὑρέ τιν' ἀπόκινον Ar. Equ. 20; εὑρίσκουσι σφίσιν ἐοῦσαν τὴν ἀρχὴν τῆς ἔχϑρης, sie machen ausfindig, bringen heraus, daß, Her. 1, 5; ξυμμάχους Plat. Legg. VI, 754 b; φάρμακον Phaedr. 230 c; σωτηρίαν τῷ ἀνϑρώπῳ Prot. 321 d, u. sonst, bes. oft in Vbdgn wie εἰ εὕρηκεν ἢ μεμάϑηκεν Lach. 186 c; ἢν τῷ σφενδονᾶν ἐϑέλοντι ἀτέλειαν εὑρίσκωμεν Xen. An. 3, 3, 18, u. sonst; – erwerben, erlangen, δόξαν Pind. P. 2, 64; πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα Ol. 7, 89; οὐρανῷ στηρίζον εὑρήσεις κλέος Eur. Bacch. 972; häufiger im med., sich verschaffen, erwerben (s. auch oben a), εἴ τιν' ἑταίροισιν ϑανάτου λύσιν ἠδ' ἐμοὶ αὐτῷ εὑροίμην Od. 9, 422; εὑρίσκοντο ϑεῶν παλάμαις τιμάν Pind. P. 1, 48; κλέος εὑρέσϑαι 3, 114; αὐτὸς μοῖραν εὕρετ' ἀσφαλῆ Aesch. Ag. 1570; καὶ ταῦτα πάντα σοῦ ϑανόντος εὑρόμην Soph. Ai. 1002; εὕρετο πᾶν ἄν Ar. Ach. 640; oft in Prosa, τιμωρίην Her. 3, 148; παρὰ δέ σφι εὕροντο ἑστάναι, sie erlangten es von ihm, 9, 28; εὑρίσκεσϑαι, ἤν τι δύνωνται, ἀγαϑόν Xen. An. 2, 1, 8; 7, 1, 31; ὠφέλειαν ἀπό τινος Thuc. 1, 31; ἄδειαν εὑρόμενος, nachdem er Schutz für sich erlangt hatte, Andoc. 1, 15; ἀτέλειαν, δωρεάς, Dem. 20, 1. 15; οὔτε μακρὸν οὔτε μέγα εὑρημέναι 19, 17; μηδενὶ ἐξέστω ἔτι Ἀϑηναίῳ γίγνεσϑαι μὴ εὑρομένῳ παρὰ τοῠ δήμου τῶν Αϑ., wenn er sich nicht die Erlaubniß dazu vom Volke verschafft hat, 59, 104, im Psephisma; ὠφέλειαν Arr. An. 2, 15, 4. – c) von Waaren, einen Käufer finden, Geld einbringen, Her. ὅκως εὑροῠσα πολλὸν (ἀργύριον) πρηϑείη, d. i. für viel Geld, 1, 195; ἄλλα χρήματα ἃ εὗρε πλέον ἢ ἑβδομήκοντα τάλαντα Xen. Hell. 3, 4, 24, die mehr als 70 Talente einbrachten; οἰκία εὑρίσκουσα διςχιλίας Is. 8, 35; Pol. 31, 7, 12; ähnl. absolut, οὐδὲ τῆς ἀξίας ἕκαστον τῶν κτημάτων ἀπεδίδοτο, ἀλλὰ τοῦ ἤδη εὑρίσκοντος Aesch. 1, 96, wie Xen. ὅταν τις οἰκέτην ἀποδιδῶται τοῠ εὑρόντος Mem. 2, 2, 5, d. i. um jeden Preis; τὸ ἀργύριον εὑρόν das eingekommene Geld, Inscr. 93.
-
20 διά-γνωσις
διά-γνωσις, ἡ, Unterscheidung, Plat. Soph. 267 d; bes. bei Medic.; Beurtheilung, Entscheidung, Plat. Legg. XI, 936 a; περί τινος ῥᾳδίαν ποιεῖν Is. 1, 21; διάγνωσιν ποιεῖσϑαι, = διαγιγνώσκειν, Thuc. 1, 50; ταχίστην ἔχει διάγνωσιν, ist leicht zu entscheiden, Isocr. 1, 34, u. öfter; – Bestimmung, τῆς ἀξίας Plat. Legg. IX, 865 b.
См. также в других словарях:
ἀξίας — ἀξίᾱς , ἄξιος counterbalancing fem acc pl ἀξίᾱς , ἄξιος counterbalancing fem gen sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱς , ἀξία worth fem acc pl ἀξίᾱς , ἀξία worth fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱς , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
υπεραξία — Η διαφορά μεταξύ της αξίας ενός οικονομικού αγαθού και της αμοιβής της εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του. Κατά τον Μαρξ (που χρησιμοποίησε τον όρο για πρώτη φορά), η κεφαλαιοκρατική οργάνωση χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek